- ὑποπρήθομαι
- ὑποπρήθομαι, [voice] Pass.,A begin to swell, Ael.NA9.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπρήθομαι — Α αρχίζω να πρήζομαι («ἵνα ὄγκου προσγενομένου αὐτοῑς ὑποπρησθέντος ἀπορρήξωσιν ἑαυτῶν τὸ ἔλυτρον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρήθω «ανάβω κάτι φυσώντας το» (< θ. πρη τού πίμ πρημι «καίω»)] … Dictionary of Greek